- ἐχυρόφρων
- ἐχῠρ-όφρων, ον, gen. ονος, ([etym.] φρήν)A strongminded, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχυρόφρων — ἐχυρόφρων, ον (Α) αυτός που έχει γερό νου, που σκέπτεται σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχυρός + φρων (< φρην, φρενός)] … Dictionary of Greek
ἐχυρόφρονες — ἐχυρόφρων strongminded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek